-
1 подъём
-а α.1. βλ. поднятие..2. άνοδος, αύξηση• ανάπτυξη•промышленный подъём βιομηχανική άνοδος•
подъём материального состояние народа άνοδος της υλικής ευημερίας του λαού•
подъём производства товаров αύξηση της παραγωγής εμπορευμάτων.
3. έξαρση, εξύψωση, μεταρσίωση, εμψύχωση, ενθουσιασμός, οιστρηλασία.4. ανήφορος•крутой подъём απότομος ανήφορος•
спуск и подъём κατήφορος και ανήφορος.
5. ο ταρσός του ποδιού. || το ύψωμα του υποδήματος στον ταρσό.6. εγερτήριο.7. ανύψωση του νερού (της στάθμης), φουσκωνεριά•подъём реки φουσκωποταμιά.
лёгок (лёгкий) на подъём καλόβουλος, καταδεχτικότατος αβάρετος πεταχτός•
тяжёл (тяжёлый) на подъём βαρετός, ασήκωτος, αργοκίνητο καράβι•
деньги на подъём τα οδοιπορικά (έξοδα).
-
2 подъём
1. (поднятие, поднимание) η ανύψωση, η άρση 2. (уклон дороги) η ανηφόρα, ο ανήφοροςкрутой - απότομη - 3 ав. (набор высоты) η άνοδος, η ανάβαση4. (рост, развитие) η ανάπτυξη, η άνοδος 5. (воодушевление) ο ενθουσιασμός 6. (верхняя часть стопы) το κουντεπιέ, κουτεπιέ (ξεν.), το πάνω μέρος της καμάρας του πέλματος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подъём
-
3 груз
1. (товар, кладь) το φορτί/ο, το εμπόρευμαнасыпной - χύδην/σε χύμαнеобъявленный - (не включённый в таможенную декларацию) см. незаявленный -2. (весовой признак) το βάρος 3.(тяжёлый предмет) το φορτίο, το άχθος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > груз
-
4 отверстие
η οπ/ή, η τρύπα, το άνοιγμαсовмещать -ия ταιριάζω τις - ές, ευθυγραμμίζω τις - έςкормовое - мор. πρυμνιό -осушительное - δραίνωσης/αποστράγγισηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отверстие
-
5 жатка
1. (машина) η θεριστική μηχανή· навесная - κρεμαστή -, εξαρτημένη - 2. (комбайна) το θερι-στικό μηχάνημα του θεριζοαλωνιστικού συγκροτήματος (κομπάϊν)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > жатка